A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἀννεῖται — ἀνανέομαι mount up pres ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αννέομαι — ἀννέομαι (Α) ανατέλλω («Οὐδ ὅπῃ ἠέλιος φαεσίμβροτος εἶσιν ὑπὸ γῆν, οὐδ ὅπῃ ἀννεῖται» Όμηρος). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τ. του ανανέομαι «ανατέλλω»] … Dictionary of Greek